- καβάδι
- τό обл «кавади» (зимняя длинная верхняя домотканая одежда)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβάδι — το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν] 1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι 2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί… … Dictionary of Greek
καβαδίκιν — καβαδίκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. καβάδι* 2. η αμφίεση με καβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβάδι(ο)ν + κατάλ. ίκι (πρβλ. αρματολ ίκι, υπαλληλ ίκι)] … Dictionary of Greek
καβάδης — καβάδης, ὁ (Μ) είδος στρατιωτικού ενδύματος, ευρύχωρη χλαίνη, αλλ. καβάδι(ο)ν* και καβαδίκι(ο)ν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καβάδι(ον)*] … Dictionary of Greek
καβάς — και καμπάς, ο καβάδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. καβάδι*] … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα … Dictionary of Greek